- ἐπιτήρησις
- ἐπιτήρησιςobservationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιτηρήσει — ἐπιτήρησις observation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιτηρήσεϊ , ἐπιτήρησις observation fem dat sg (epic) ἐπιτήρησις observation fem dat sg (attic ionic) ἐπιτηρέω look out aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιτηρέω look out fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηρήσεις — ἐπιτήρησις observation fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιτήρησις observation fem nom/acc pl (attic) ἐπιτηρέω look out aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιτηρέω look out fut ind act 2nd sg ἐπιτηρέω look out aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιτηρέω look out fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηρήσεσιν — ἐπιτήρησις observation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτήρησι — ἐπιτήρησις observation fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτήρησιν — ἐπιτήρησις observation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτήρηση — η (AM ἐπιτήρησις) [επιτηρώ] επίβλεψη, παρακολούθηση, εποπτεία («αστυνομική επιτήρηση») 2. προσεκτική παρατήρηση για έλεγχο («επιτήρηση στις εξετάσεις») μσν. (με εχθρ. σημ.) παραμόνευση, παραφύλαξη αρχ. 1. προσεκτική παρατήρηση 2. τήρηση 3. το… … Dictionary of Greek
εφόρμηση — (I) η (ΑΜ ἐφόρμησις) [εφορμώ Ι] ορμητική επίθεση, έφοδος, επιδρομή νεοελλ. 1. (ψυχολ.) αυθόρμητη ένταση τής ενέργειας που παρουσιάζεται με υποσυνείδητη βουλητική προσπάθεια κατά την επιτέλεση συνεχούς έργου 2. φρ. «κάθετη (ή κατακόρυφη) εφόρμηση» … Dictionary of Greek
ՊԱՀՊԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0589 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c գ. φυλακή custodia τήρησις observatio. Պահպանելն, եւ իլն. պահումն. պահ զգուշութեան. գործ եւ պաշտօն պահպանի. պաշտպանութիւն. հովանի. զգուշութիւն. եւ այլն. *Պահպանութիւն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἐπιτηρήσεων — ἐπιτηρήσεω̆ν , ἐπιτήρησις observation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηρήσεως — ἐπιτηρήσεω̆ς , ἐπιτήρησις observation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)